Στην 22η θέση της παγκόσμιας κατάταξης των πλουσίων βρίσκονται οι Ελληνες, ασφαλώς πιο πίσω από τους Ελβετούς ή τους Αμερικανούς, αλλά και πολύ πιο μπροστά από διάφορους θαυμαστούς «αναδυόμενους», Κινέζους, Ρώσους κ.λπ., και μόλις 6 θέσεις μετά τους Γερμανούς, που έρχονται 16οι!
Παρ΄ ότι θεωρούνται μεταξύ των κύριων θυμάτων της χρηματοπιστωτικής κρίσης (έπονται οι Αμερικανοί και οι Ισπανοί), εξακολουθούν να ελέγχουν κατ΄ άτομο και κατά μέσον όρο σχεδόν 26.000 ευρώ σε τραπεζικές καταθέσεις, χρηματοπιστωτικά προϊόντα (μετοχές, ομόλογα) ή και ασφαλιστικά προϊόντα, πολύ περισσότερα από τις 17.500 ευρώ που είναι ο παγκόσμιος μέσος όρος. Στην κατάταξη αυτή (όπου δεν συνυπολογίζονται ακίνητα ή άλλα κινητά περιουσιακά στοιχεία) οι Ελβετοί έρχονται πρώτοι, με σχεδόν 164.000 ευρώ κατά κεφαλήν περιουσία, και ακολουθούν οι Αμερικανοί, με σχεδόν 102.000,
ενώ κατά μέσον όρο οι «αναδυόμενοι» βρίσκονται πολύ πιο πίσω, με μόλις 3.900 οι Βραζιλιάνοι, 2.500 οι Κινέζοι, 1.400 οι Ρώσοι και ούτε 550 ευρώ οι Ινδοί!
Ολα αυτά τα συμπεράσματα πηγάζουν από την «Εκθεση για τον παγκόσμιο πλούτο» που εξέδωσε η γερμανική Αllianz, σύμφωνα με την οποία μπορεί οι απώλειες από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση να μην έχουν ακόμη πλήρως αποκατασταθεί, όμως ελάχιστα (κατά 4%) υπολείπονται από τα σχεδόν 86 τρισ. ευρώ όπου είχαν φτάσει πριν από την κρίση οι ιδιωτικές περιουσίες.
Εκτινασσόμενες κατά 7,5% αύξηση μέσα στο 2009, έφθασαν στις αρχές της χρονιάς τα 82,24 τρισ. ευρώ.
Πιο μακροχρόνια, σύμφωνα με τους αναλυτές της Αllianz, οι ιδιωτικές περιουσίες αναπτύσσονται από τις αρχές της δεκαετίας με έναν ετήσιο μέσον όρο 3,7%. Ο μέσος αυτός ετήσιος ρυθμός είναι μικρότερος από τη μέση ανάπτυξη της παγκόσμιας παραγωγής, αλλά συμπεριλαμβάνει και τις περιόδους κρίσης.
«Οι λόγοι γι΄ αυτή την αδύναμη επίδοση», γράφουν οι αναλυτές, «εντοπίζονται στις ανεπτυγμένες χώρες. Τα χαμηλά αποταμιευτικά επίπεδα και, κυρίως, η “φούσκα” του Ιnternet περιόρισαν τη μέση ανάπτυξη. Οι μεγαλύτεροι χαμένοι της χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι σχεδόν αποκλειστικά οι βιομηχανικές χώρες- με τις ΗΠΑ, Ελλάδα και Ισπανία επικεφαλής», που είδαν τις μέσες περιουσίες τους να μειώνονται σε επίπεδα ως και 14%. Πράγματι, στις «αναδυόμενες αγορές» οι περιουσίες αυξάνονταν κατά μέσον όρο από 13% ως 17% ετησίως την τελευταία δεκαετία. «Ενώ στις αρχές της δεκαετίας οι περιουσίες στις πλούσιες χώρες ήταν 135 φορές μεγαλύτερες απ΄ ό,τι στις φτωχές, τώρα είναι μόνο 45 φορές».
Ωστόσο «οι απόλυτες διαφορές εξακολουθούν να είναι πολύ μεγάλες. Η Βόρειος Αμερική, η Δυτική Ευρώπη και η Ιαπωνία εξακολουθούν να κατέχουν πάνω από το 85% του παγκόσμιου πλούτου» διευκρινίζει ο επικεφαλής οικονομολόγος της εταιρείας Μίκαελ Χάιζε.
Αυτό φαίνεται άλλωστε και από το γεγονός ότι σε όλες τις «αναδυόμενες χώρες» η μέση περιουσία δεν καταφέρνει να φθάσει ούτε καν στο μέσο κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα, τη στιγμή που στις πιο πλούσιες χώρες είναι πολλαπλάσια και σε ορισμένες ξεπερνά το τριπλάσιο (Αμερική, Ελβετία, Ιαπωνία, Ταϊβάν).
Ακόμη χειρότερα, οι μέσοι αυτοί αριθμοί δεν παίρνουν υπόψη τους τις ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών και γι΄ αυτό οι ερευνητές προσπάθησαν να συνυπολογίσουν τις αποκλίσεις αυτές. Σύμφωνα με αυτούς τους υπολογισμούς, κάπου 565 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ανήκουν σε μια μεσαία τάξη από απόψεως πλούτου (δηλαδή διαθέτουν περιουσίες από 5.300 ως 31.600 ευρώ) και το μεγαλύτερο τμήμα τους δεν ζει στις ανεπτυγμένες χώρες. Ωστόσο στην πιο πλούσια τάξη, από απόψεως πλούτου, εντάσσονται κάπου 493 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως και η συντριπτική τους πλειονότητα ζει στις ανεπτυγμένες χώρες, έστω και αν τώρα, κατά τους ερευνητές, υπάρχουν και 35 εκατομμύρια που ζουν στις φτωχότερες χώρες.
Σύμφωνα με τον Χάιζε, «πολύ λίγα πράγματα έχουν ειπωθεί για τη δύναμη που έχουν συνολικά οι αποταμιευτές», καθώς ελέγχουν σε αξία ποσά υψηλότερα από την ετήσια παραγωγή. Και η ίδια η κρίση έχει επηρεάσει τις συμπεριφορές τους, με αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων υπέρ των τραπεζικών καταθέσεων και των ασφαλιστικών προϊόντων, έναντι των μετοχών και των ομολόγων. «Η αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων ως ποσοστού των περιουσιών δείχνει ότι μεγαλώνει η διάθεση αποφυγής των κινδύνων έναντι της επικέντρωσης σε μακροχρόνιες αποδόσεις. Και γι΄ αυτό είναι κρίσιμο, στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική, να διατυπωθεί η ανάγκη επιστροφής της εμπιστοσύνης στις μακροχρόνιες επενδύσεις» λέει ο Χάιζε.
Παρ΄ ότι θεωρούνται μεταξύ των κύριων θυμάτων της χρηματοπιστωτικής κρίσης (έπονται οι Αμερικανοί και οι Ισπανοί), εξακολουθούν να ελέγχουν κατ΄ άτομο και κατά μέσον όρο σχεδόν 26.000 ευρώ σε τραπεζικές καταθέσεις, χρηματοπιστωτικά προϊόντα (μετοχές, ομόλογα) ή και ασφαλιστικά προϊόντα, πολύ περισσότερα από τις 17.500 ευρώ που είναι ο παγκόσμιος μέσος όρος. Στην κατάταξη αυτή (όπου δεν συνυπολογίζονται ακίνητα ή άλλα κινητά περιουσιακά στοιχεία) οι Ελβετοί έρχονται πρώτοι, με σχεδόν 164.000 ευρώ κατά κεφαλήν περιουσία, και ακολουθούν οι Αμερικανοί, με σχεδόν 102.000,
ενώ κατά μέσον όρο οι «αναδυόμενοι» βρίσκονται πολύ πιο πίσω, με μόλις 3.900 οι Βραζιλιάνοι, 2.500 οι Κινέζοι, 1.400 οι Ρώσοι και ούτε 550 ευρώ οι Ινδοί!
Ολα αυτά τα συμπεράσματα πηγάζουν από την «Εκθεση για τον παγκόσμιο πλούτο» που εξέδωσε η γερμανική Αllianz, σύμφωνα με την οποία μπορεί οι απώλειες από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση να μην έχουν ακόμη πλήρως αποκατασταθεί, όμως ελάχιστα (κατά 4%) υπολείπονται από τα σχεδόν 86 τρισ. ευρώ όπου είχαν φτάσει πριν από την κρίση οι ιδιωτικές περιουσίες.
Εκτινασσόμενες κατά 7,5% αύξηση μέσα στο 2009, έφθασαν στις αρχές της χρονιάς τα 82,24 τρισ. ευρώ.
Πιο μακροχρόνια, σύμφωνα με τους αναλυτές της Αllianz, οι ιδιωτικές περιουσίες αναπτύσσονται από τις αρχές της δεκαετίας με έναν ετήσιο μέσον όρο 3,7%. Ο μέσος αυτός ετήσιος ρυθμός είναι μικρότερος από τη μέση ανάπτυξη της παγκόσμιας παραγωγής, αλλά συμπεριλαμβάνει και τις περιόδους κρίσης.
«Οι λόγοι γι΄ αυτή την αδύναμη επίδοση», γράφουν οι αναλυτές, «εντοπίζονται στις ανεπτυγμένες χώρες. Τα χαμηλά αποταμιευτικά επίπεδα και, κυρίως, η “φούσκα” του Ιnternet περιόρισαν τη μέση ανάπτυξη. Οι μεγαλύτεροι χαμένοι της χρηματοπιστωτικής κρίσης είναι σχεδόν αποκλειστικά οι βιομηχανικές χώρες- με τις ΗΠΑ, Ελλάδα και Ισπανία επικεφαλής», που είδαν τις μέσες περιουσίες τους να μειώνονται σε επίπεδα ως και 14%. Πράγματι, στις «αναδυόμενες αγορές» οι περιουσίες αυξάνονταν κατά μέσον όρο από 13% ως 17% ετησίως την τελευταία δεκαετία. «Ενώ στις αρχές της δεκαετίας οι περιουσίες στις πλούσιες χώρες ήταν 135 φορές μεγαλύτερες απ΄ ό,τι στις φτωχές, τώρα είναι μόνο 45 φορές».
Ωστόσο «οι απόλυτες διαφορές εξακολουθούν να είναι πολύ μεγάλες. Η Βόρειος Αμερική, η Δυτική Ευρώπη και η Ιαπωνία εξακολουθούν να κατέχουν πάνω από το 85% του παγκόσμιου πλούτου» διευκρινίζει ο επικεφαλής οικονομολόγος της εταιρείας Μίκαελ Χάιζε.
Αυτό φαίνεται άλλωστε και από το γεγονός ότι σε όλες τις «αναδυόμενες χώρες» η μέση περιουσία δεν καταφέρνει να φθάσει ούτε καν στο μέσο κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα, τη στιγμή που στις πιο πλούσιες χώρες είναι πολλαπλάσια και σε ορισμένες ξεπερνά το τριπλάσιο (Αμερική, Ελβετία, Ιαπωνία, Ταϊβάν).
Ακόμη χειρότερα, οι μέσοι αυτοί αριθμοί δεν παίρνουν υπόψη τους τις ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών και γι΄ αυτό οι ερευνητές προσπάθησαν να συνυπολογίσουν τις αποκλίσεις αυτές. Σύμφωνα με αυτούς τους υπολογισμούς, κάπου 565 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως ανήκουν σε μια μεσαία τάξη από απόψεως πλούτου (δηλαδή διαθέτουν περιουσίες από 5.300 ως 31.600 ευρώ) και το μεγαλύτερο τμήμα τους δεν ζει στις ανεπτυγμένες χώρες. Ωστόσο στην πιο πλούσια τάξη, από απόψεως πλούτου, εντάσσονται κάπου 493 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως και η συντριπτική τους πλειονότητα ζει στις ανεπτυγμένες χώρες, έστω και αν τώρα, κατά τους ερευνητές, υπάρχουν και 35 εκατομμύρια που ζουν στις φτωχότερες χώρες.
Σύμφωνα με τον Χάιζε, «πολύ λίγα πράγματα έχουν ειπωθεί για τη δύναμη που έχουν συνολικά οι αποταμιευτές», καθώς ελέγχουν σε αξία ποσά υψηλότερα από την ετήσια παραγωγή. Και η ίδια η κρίση έχει επηρεάσει τις συμπεριφορές τους, με αναδιάρθρωση των χαρτοφυλακίων υπέρ των τραπεζικών καταθέσεων και των ασφαλιστικών προϊόντων, έναντι των μετοχών και των ομολόγων. «Η αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων ως ποσοστού των περιουσιών δείχνει ότι μεγαλώνει η διάθεση αποφυγής των κινδύνων έναντι της επικέντρωσης σε μακροχρόνιες αποδόσεις. Και γι΄ αυτό είναι κρίσιμο, στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική, να διατυπωθεί η ανάγκη επιστροφής της εμπιστοσύνης στις μακροχρόνιες επενδύσεις» λέει ο Χάιζε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου