Η λέξη «κατάθλιψη» χρησιμοποιείται ευρέως πλέον, για να περιγραφεί μια κατάσταση που μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ μιας ήπιας μελαγχολικής διάθεσης και μιας έντονα καταθλιπτικής συμπεριφοράς. Πότε όμως η θλίψη σημαίνει κατάθλιψη;
Συναισθήματα θλίψης, απογοήτευσης, ματαίωσης και στεναχώριας βιώνουμε όλοι οι άνθρωποι, σε διαφορές φάσεις της ζωής μας, ως αντίδραση σε στενάχωρες και οδυνηρές καταστάσεις με τις οποίες ερχόμαστε αντιμέτωποι.
Συναισθήματα θλίψης, απογοήτευσης, ματαίωσης και στεναχώριας βιώνουμε όλοι οι άνθρωποι, σε διαφορές φάσεις της ζωής μας, ως αντίδραση σε στενάχωρες και οδυνηρές καταστάσεις με τις οποίες ερχόμαστε αντιμέτωποι.
Τα συναισθήματα αυτά είναι φυσιολογικά και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν επηρεάζουν σημαντικά τη λειτουργικότητα μας και τη δυνατότητα μας να ανταποκριθούμε στις καθημερινές μας ασχολίες και υποχρεώσεις. Επιπλέον, η έντασή τους σταδιακά υποχωρεί και μειώνεται.
Στις περιπτώσεις, όμως, που ο χρόνος φαίνεται να μην λειτουργεί λυτρωτικά και η θλίψη, η ανηδονία
και η αίσθηση κενού παραμένουν και ισχυροποιούνται στη ζωή μας, τότε, είναι πιθανόν να πάσχουμε από κλινικού τύπου κατάθλιψη. Στην περίπτωση αυτή είναι σημαντικό να επισκεφτούμε κάποιον ειδικό που θα μπορέσει να μας βοηθήσει να καταλάβουμε και να αποκωδικοποιήσουμε τα συμπτώματα μας.
Η εμφάνιση της κατάθλιψης, σηματοδοτεί την ανάγκη μιας βαθιάς και ειλικρινούς ενδοσκόπησης, καθώς μας προειδοποιεί ότι κάτι στη ζωή μας δεν πηγαίνει καλά και χρειάζεται επαναπροσδιορισμό. Μας αναγκάζει να επανεξετάσουμε τους τομείς της ζωής μας που μπορεί να μην είναι πια τόσο λειτουργικοί και ωφέλιμοι και μας κινητοποιεί για αλλαγή.
Τι συμβαίνει στον οργανισμόΗ κατάθλιψη σχετίζεται με αλλαγές στη λειτουργία του εγκεφάλου και ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της είναι μια βαθιά αίσθηση υποτίμησης του εαυτού μας, των άλλων, αλλά και του τρόπου που σκεφτόμαστε γύρω από τη ζωή μας και το μέλλον μας.
Τα αρνητικά μας συναισθήματα διογκώνονται σημαντικά, και έτσι μπορεί να βιώνουμε έντονο θυμό, άγχος η τρόμο, ενώ παράλληλα, μειώνεται σημαντικά η ικανότητα μας να σκεφτόμαστε θετικά και να αντλούμε ευχαρίστηση και ικανοποίηση από τις καταστάσεις της ζωής μας.
Βυθιζόμαστε σταδιακά στο σκοτάδι, ενώ κυριαρχούν έντονα η αίσθηση του εγκλωβισμού και της απελπισίας. Ενα από τα κύρια συμπτώματα είναι ότι διαταράσσεται σημαντικά η ικανότητα μας να ελπίζουμε και να βρίσκουμε νόημα στη ζωή μας. Επικρατεί περισσότερο μια τάση παραίτησης, αυστηρή αυτοκριτική και αυτοαπόρριψη.
Αυτή η ψυχική οδύνη, στο επίπεδο των σκέψεων και των συναισθημάτων, έχει φυσικά άμεση επίπτωση και στις σωματικές μας δραστηριότητες, καθώς μειώνονται οι αντοχές μας και οι δυνάμεις μας και κυριαρχεί μια αίσθηση μόνιμης κοπώσεως. Σε συμπεριφορικό επίπεδο μπορεί να εμφανίσουμε ψυχοκινητική επιβράδυνση και κοινωνική απόσυρση.
Τα συμπτώματα δεν πρέπει να αποτελούν αντίδραση πένθους σε μια απώλεια, ενώ θα πρέπει να έχουν αποκλειστεί σωματικοί νόσοι και η επίδραση ουσιών η φαρμάκων. Παράλληλα το άτομο θα πρέπει να εκδηλώνει τουλάχιστον τέσσερα από τα ακόλουθα συμπτώματα:
* Διαταραχές στον ύπνο (αϋπνία ή υπνηλία)
* Διαταραχές της όρεξης (μείωση η αύξηση βάρους κατά 5% από το κανονικό)
* Ψυχοκινητική διέγερση ή επιβράδυνση
* Δυσκολία συγκέντρωσης
* Αισθήματα αναξιότητας, χαμηλής αυτοεκτίμησης και ενσυνείδητες ενοχές
* Απώλεια ενεργητικότητας και αίσθημα κόπωσης
* Σκέψεις θανάτου ή αυτοκτονικός ιδεασμός
Η πρόληψηΟταν μιλάμε για πρόληψη, έχουμε κατά νου συγκεκριμένα μέτρα του τρόπου ζωής ή/και εξετάσεις, που μπορεί να μας προφυλάξουν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό από την ανάπτυξη συγκεκριμένων, νοσογόνων βλαβών. Στην περίπτωση της καταθλίψεως - και γενικότερα των ψυχικών νόσων - τέτοιου είδους μέτρα δεν μπορούν να ληφθούν, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς ενεργοποιεί μία καταθλιπτική συνδρομή.
Υπάρχουν πολλές και διαφορετικές αιτίες που μπορεί να οδηγήσουν σε μία κατάθλιψη, δεδομένου ότι στην αιτιολογία της διαπλέκονται γενετικοί, ψυχοκοινωνικοί και νευροβιολογικοί παράγοντες. Επιπλέον, υπάρχουν πολλές μορφές καταθλίψεως οι οποίες παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά, γι’ αυτό δεν είναι πάντοτε δυνατή η αιτιολογική διάκριση δια μέσου της κλινικής εικόνας.
Γι’ αυτούς τους λόγους, κάθε ασθενής πρέπει να εξετάζεται προσεκτικά από έναν ψυχίατρο, ώστε να προσδιορισθούν τα αίτια αλλά και το είδος της καταθλίψεώς του.
Βιολογική ή ψυχοπαθολογικήΣε γενικές γραμμές, μπορούμε να χωρίσουμε τις καταθλίψεις σε δύο ευρείες κατηγορίες: σε εκείνες που μπορούν να αποδοθούν σε βιολογικά (ή οργανικά) αίτια και σε εκείνες που κατ’ ουσίαν έχουν ψυχοπαθολογική προέλευση.
Οταν η κατάθλιψη έχει βιολογικό αίτιο (οφείλεται λ.χ. σε προβλήματα θυρεοειδούς, νοσήματα του εγκεφάλου ή ορμονικές διαταραχές), η αντιμετώπισή του συνήθως την καταπολεμά. Κατ’ αυτή την έννοια, η έγκαιρη θεραπεία του οργανικού αιτίου ενδέχεται να δράσει προληπτικά στην εμφάνιση κατάθλιψης.
Οι περισσότερες καταθλίψεις πάντως έχουν άλλη αιτιολογία, ψυχοκοινωνικής προελεύσεως και συχνά είναι αντιδραστικές καθώς τα συμπτώματα εκλύονται από το περιβάλλον και έχουν κοινωνικό-ψυχολογική προέλευση. Χάνει λ.χ. κάποιος όλη του την οικογένεια και παθαίνει κατάθλιψη, πράγμα λογικό, αν και σε τέτοιες περιπτώσεις ένα ευπαθές άτομο μπορεί να αναπτύξει ευκολότερα κατάθλιψη.
Μολονότι, όμως, γνωρίζουμε αρκετά πράγματα για την αιτιολογία των καταθλίψεων, επί της ουσίας δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είναι αυτό που τις ενεργοποιεί. Και υπό αυτή την έννοια, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πρόληψη.
Αποφυγή των υποτροπώνΤο έλλειμμα αυτό στην γνώση της ακριβούς αιτίας των καταθλίψεων έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούμε ακόμα να τις θεραπεύσουμε πλήρως – τουλάχιστον όχι σε όλες τις περιπτώσεις. Ενας άνθρωπος με δυσθυμική κατάθλιψη, λ.χ., αγωνίζεται όλη του τη ζωή με τα καταθλιπτικά συμπτώματα, ενώ ένας άλλος που πάσχει από μείζονα, βαριά κατάθλιψη μπορεί μετά από 4, 5 ή 6 μήνες να την ξεπεράσει.
Ειδικά για την μείζονα κατάθλιψη, όμως, πρέπει να τονίσουμε πως ο ασθενής επιβάλλεται να παίρνει την αγωγή την οποία του έχει υποδείξει ο γιατρός για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα (τουλάχιστον 6 μηνών) μετά το πέρας της καταθλιπτικής φάσης, ακόμα κι αν νιώθει καλά.
Αυτό είναι μια ενδεδειγμένη προφύλαξη διότι υπάρχει κίνδυνος υποτροπής, αλλά η ακριβής διάρκεια της μετά την καταθλιπτική φάση αγωγής θα καθορισθεί από τον θεράποντα ιατρό. Στην περίπτωση αυτή, πάντως, η προφύλαξη ή πρόληψη ταυτίζεται με την έννοια της ορθής θεραπείας για να αποφευχθούν μελλοντικές καταθλιπτικές φάσεις.
Έγκαιρη διάγνωσηΜια γενικότερη μορφή προφύλαξης θα πρέπει να βασίζεται στην έγκαιρη διάγνωση της κατάθλιψης, όπως και κάθε άλλης ψυχικής νόσου. Πως μπορεί να συμβεί αυτό; Με την καλύτερη ενημέρωση του κοινού, η οποία πρέπει να αρχίζει πολύ νωρίς, ώστε να αναγνωρίζουν όλοι εγκαίρως τα συμπτώματα της κατάθλιψης.
Η υπερβολική αδράνεια, η έλλειψη ενδιαφέροντος για τη ζωή, η μη λειτουργία του συναισθηματικού μας κόσμου (το να μην μπορεί, δηλαδή, να αισθανθεί κανείς χαρά ή λύπη με την ίδια ευκολία που ένιωθε παλαιότερα), η αιφνίδια εμφάνιση αισθημάτων ενοχής είναι μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα, τα οποία εάν εκδηλώσει κανείς καλό είναι να μην αδιαφορήσει, αλλά να συμβουλευτεί κατ’ αρχήν τον οικογενειακό γιατρό.
Η ιατρική συμβουλή είναι απαραίτητη όχι επειδή είναι αδύνατον να ξεπεράσει κανείς μόνος του μία κατάθλιψη όπως νομίζουν πολλοί, αλλά διότι δίχως θεραπεία υπάρχει κίνδυνος να διαρκέσει πολύ η κατάθλιψη ή να συμβεί κάποια εκτροπή, όπως η απόπειρα αυτοκτονίας.
Αξίζει να σημειωθεί πως η συζήτηση με έναν ειδικό δεν θα καταλήξει υποχρεωτικώς στην φαρμακευτική αγωγή, όπως είναι η ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση. Τα φάρμακα χορηγούνται κατά περίπτωση. Στις περισσότερες περιπτώσεις εξάλλου σκόπιμο είναι να συνδυάζεται η φαρμακευτική αγωγή με ψυχοθεραπεία, η οποία πρέπει να συνεχίζεται για καιρό μετά την άμβλυνση των συμπτωμάτων.
Η Νατάσα Νικολακάκου είναι οικογενειακή σύμβουλος–ψυχοθεραπεύτρια, M.Sc. Συμβουλευτικής Ψυχολογία
NEA
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου