Ο καθηγητής Richard Wolff διδάσκει οικονομική επιστήμη τα τελευταία 40 χρόνια. Έχει διδάξει στο Yale, στο City University of New York και στο University of Massachusetts. Έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με την ανάλυση των καπιταλιστικών κρίσεων και τα τελευταία τρία χρόνια έχει δώσει διαλέξεις περί της οικονομικής κρίσης σε διάφορα μέρη του κόσμου. Στις διαλέξεις αυτές αφού πρώτα αναλύει σε βάθος τις κοινωνικές συνθήκες που οδήγησαν στην κρίση, περιγράφει μία μέθοδο εξόδου από αυτή. Στο παρόν άρθρο η ανάλυση του παρουσιάζεται με ιδιαίτερα κατανοητό τρόπο, πράγμα που άλλωστε ήταν και ένας από τους στόχους του. Παρόλο που στο άρθρο η ανάλυση του Wolff επικεντρώνεται στις ΗΠΑ, οι ομοιότητες με την ελληνική πραγματικότητα είναι εμφανέστατες.
Η σημερινή κρίση δεν είναι απλώς χρηματοπιστωτική..
είναι μία συστημική κρίση, η οποία έχει τις ρίζες στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Δεν ήταν συνέπεια αποκλειστικά της Wall Street, αλλά και του τρόπου λειτουργίας της αγοράς. Επηρέασε δραματικά τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και την πολιτική της κυβέρνησης.Είναι μία κρίση του καπιταλιστικού συστήματος και όχι απλώς του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Για να γίνει αντιληπτό το παραπάνω συμπέρασμα πρέπει να κάνουμε μία αναδρομή στην ιστορία των ΗΠΑ. Τα τελευταία 150 χρόνια - από το 1820 έως το 1970 - η μέση παραγωγικότητα των εργαζομένων παρουσιάζει μία συνεχή αύξηση. Η αύξηση οφείλεται στην καλύτερη εκπαίδευση των εργαζομένων, στη χρήση περισσότερων και καλύτερων μηχανών, στην καλύτερη εποπτεία της εργασίας από την εργοδοσία και σε πολλές περιπτώσεις από την αύξηση των ωρών εργασίας. Όλα αυτά τα χρόνια οι πραγματικοί μισθοί (αγοραστική δύναμη) των εργαζομένων αυξάνονταν συνεχώς.
Η αύξηση της παραγωγικότητας όμως ήταν μεγαλύτερη από την αύξηση των μισθών.
Η διαφορά αυτή είχε ως αποτέλεσμα τα κέρδη των εργοδοτών να αυξάνονται με μεγαλύτερο ρυθμό από αυτό των μισθών των εργαζομένων.Έτσι, τα τελευταία 150 χρόνια, η εργατική τάξη απολάμβανε μία αύξηση της καταναλωτικής της δύναμης και παράλληλα οι καπιταλιστές απολάμβαναν μία άνοδο στα κέρδη τους. Το αποτέλεσμα ήταν οι Αμερικάνοι πολίτες να μετράνε την κοινωνική επιτυχία με γνώμονα την κατανάλωση· όσο περισσότερο κατανάλωνες τόσο πιο επιτυχημένος ήσουν. Οι οικονομικά επιτυχημένοι γονείς υποσχέθηκαν ένα καλύτερο μέλλον στα παιδιά τους και κατάφεραν να κρατήσουν τις υποσχέσεις τους. Έτσι, όλοι μαζί γιόρταζαν την εξαιρετική επιτυχία του Αμερικάνικου καπιταλισμού, αφού ήταν το μόνο οικονομικό σύστημα που είχε καταφέρει να επιτύχει μία συνεχόμενη αύξηση της κατανάλωσης για τόση μεγάλη περίοδο.
Η αύξηση όμως αυτή σταμάτησε τη δεκαετία του 1970. Οι πραγματικοί μισθοί σταμάτησαν να αυξάνονται επειδή οι αμερικάνικες επιχειρήσεις (1) μετέφεραν πολλές από της λειτουργίες τους στο εξωτερικό, όπου έβρισκαν φτηνότερο εργατικό δυναμικό, (2) αντικατέστησαν πολλούς από τους εργαζομένους τους με μηχανές (κυρίως ηλεκτρονικούς υπολογιστές), και (3) άρχισαν να προσλαμβάνουν μαζικά γυναίκες και μετανάστες, οι οποίοι στην πλειοψηφία αμείβονταν λιγότερο.
Το αποτέλεσμα ήταν να μειωθεί η αγοραστική ικανότητα των εργαζομένων
οι μισθοί σήμερα έχουν μικρότερη αγοραστική αξία απ ότι οι μισθοί στη δεκαετία του 1970.
Εντωμεταξύ, η παραγωγικότητα και ως συνέπεια τα κέρδη των εργοδοτών – κυρίως εξαιτίας της χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών – συνέχισε να αυξάνεται. Σε αντίθεση οι μισθοί των εργαζομένων έμειναν στάσιμοι. Η διαφορά αυτή, η οποία είναι η πηγή του καπιταλιστικού κέρδους και της συσσώρευσης κεφαλαίου, αυξάνεται διαρκώς. Καθώς το κέρδος των καπιταλιστών μεγάλωνε, το προσωπικό που είχε άμεση πρόσβαση στο κέρδος (μάνατζερς και μέτοχοι) αύξαναν με τη σειρά τους τα προσωπικά τους κέρδη. Επιπλέον, οι χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (τράπεζες, χρηματιστηριακές εταιρίες), οι οποίες διαχειρίζονταν τα κέρδη των επιχειρήσεων έπαιρναν με τη σειρά τους μεγάλο μερίδιο του κέρδους αυτού.
Τι συνέβη με την εργατική τάξη;
Η εργατική τάξη δεν φάνηκε διατεθειμένη να ελαττώσει τις καταναλωτικές της συνήθειες.
Αντίθετα μάλιστα, βρήκε διαφορετικούς τρόπους να τις διαιωνίσει. Ένας τρόπος ήταν η εισαγωγή περισσότερων μελών της οικογένειας στην αγορά εργασίας. Έτσι, εκατομμύρια νοικοκυρές εισήλθαν στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια και πολλοί άντρες έπιασαν δεύτερη δουλειά. Σήμερα οι Αμερικανοί πολίτες εργάζονται κατά μέσο όρο 20% παραπάνω από ότι οι εργαζόμενοι στην Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία.Με την είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας νέα έξοδα προστέθηκαν στη μέση οικογένεια, αφού οι εργαζόμενες γυναίκες έχουν περισσότερες καταναλωτικές ανάγκες από ότι οι μη εργαζόμενες. Χρειάζονται καινούργια ρούχα, αυτοκίνητο, έτοιμο φαγητό, εξωτερική ημερήσια φροντίδα για τα παιδιά και το σπίτι και σε πολλές περιπτώσεις ψυχοθεραπεία και φάρμακα. Τα νέα αυτά έξοδα μειώνουν κατά πολύ το επιπλέον κέρδος από την εργασία της γυναίκας για μια οικογένεια. Το αποτέλεσμα ήταν η εργατική τάξη να κάνει άλλο ένα βήμα με σκοπό να διασώσει την καταναλωτική της δύναμη. Τι έκανε λοιπόν; Άρχισε να δανείζεται με συνέπεια πολλά νοικοκυριά να βυθιστούν στο χρέος.
Οι αμερικάνικες επιχειρήσεις από την άλλη άρπαξαν την εξαιρετική αυτή ευκαιρία με δύο τρόπους. Πρώτον συνέχισαν να αυξάνουν τα κέρδη τους κρατώντας τους μισθούς σε χαμηλά επίπεδα και διατηρώντας την αύξηση της παραγωγικότητας. Δεύτερον, εκμεταλλευόμενοι την άσχημη οικονομική κατάσταση των εργαζομένων (εξαιτίας των χαμηλών μισθών) προώθησαν την χρήση δανείων που επιπλέον εξασφάλιζε και τα υψηλά επίπεδα κατανάλωσης. Αντί δηλαδή να χρησιμοποιήσουν τα αυξανόμενα κέρδη τους για αυξήσουν τους μισθούς των υπαλλήλων, τους έσπρωξαν στο δανεισμό. Ο δανεισμός με τη σειρά του απέφερε επιπλέον κέρδη, κυρίως μέσω των τραπεζών.
Οι τράπεζες κέρδιζαν από τα υψηλά επιτόκια των δανείων και οι μεγάλες επιχειρήσεις μέσω της κατανάλωσης.
Για τους εργοδότες και για τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις (τράπεζες, χρηματιστηριακές εταιρείες) αυτή ήταν πραγματικά μια χρυσή εποχή, η οποία θεωρήθηκε ως η επικύρωση της “μαγείας” του καπιταλισμού.Παρά την μαγεία του καπιταλισμού όμως, οι εργαζόμενοι συνέχισαν να εξαθλιώνονται οικονομικά. Οι οικογένειες τους βυθίζονταν όλο και περισσότερο στο χρέος και η ανασφάλεια για το μέλλον μεγάλωνε. Την ίδια στιγμή, οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές και χρηματιστηριακές εταιρίες αύξαναν τα κέρδη τους παίρνοντας όλο και μεγαλύτερα ρίσκα και πουλώντας μετοχές αμφιλεγόμενης αξίας σε αφελής επενδυτές. Εκτός από τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, και οι επιχειρήσεις άλλων τομέων της αγοράς ακολούθησαν την ίδια τακτική. Έπαιρναν δηλαδή τεράστια ρίσκα πιστεύοντας πως “η νέα οικονομία” θα διατηρούνταν για πάντα. Η πραγματικότητα όμως ήταν διαφορετική. Πολύ σύντομα εκατομμύρια εργαζόμενοι και πολλές επιχειρήσεις βρέθηκαν σε θέση να μην μπορούν να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. Η φούσκα έσκασε, η ύφεση ξεκίνησε και τους βρήκε όλους απροετοίμαστους. Το αποτέλεσμα ήταν να χαθούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας και εκατομμύρια άνθρωποι να χάσουν σπίτια και περιουσίες. Οι Αμερικάνοι πολίτες απαιτούσαν εξηγήσεις από την κυβέρνηση για την κατάσταση της οικονομίας και έδωσαν η εξουσία πέρασε από τα χέρια των ρεπουμπλικάνων σε αυτά του Ομπάμα, ο οποίος φάνταζε ως ελπίδα στο οικονομικό τέλμα.
Αρχικά ο Μπους και στη συνέχεια και ο Ομπάμα διοχέτευσαν τρισεκατομμύρια δολάρια στην χρηματοπιστωτική βιομηχανία με σκοπό να εγγυηθούν τα χρέη και να διασώσουν τις μεγαλύτερες τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας. Ο Ομπάμα ακολούθησε την ίδια διαδικασία και για άλλες επιχειρήσεις που ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, όπως για παράδειγμα η Chrysler και η General Motors. Η πολιτική αυτή είχε ως στόχο – όπως διατυμπάνιζαν διάφοροι πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι - την “επανεργοποίηση της οικονομίας”. Επιχειρούσε δηλαδή να επαναφέρει την οικονομία στην κατάσταση ευφορίας των προηγούμενων ετών. Η τακτική αυτή είναι ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη. Πρώτον είναι εντελώς αμφίβολο αν θα επιτύχει, και δεύτερον, ακόμα και σε περίπτωση επιτυχίας απλώς θα επαναφέρει το οικονομικό σύστημα στην κατάσταση, η οποία ουσιαστικά προκάλεσε την κρίση.
Σε συνδυασμό με τις κρατικές χρηματοδοτήσεις, η κυβέρνηση Ομπάμα επιχείρησε να ρυθμίσει την χρηματοπιστωτική βιομηχανία με την λογική πως η κρίση προκλήθηκε εξαιτίας της απορρύθμισης της οικονομίας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Η οικονομική ιστορία όμως αμφισβητεί τα αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής. Για παράδειγμα το New Deal του Roosevelt την δεκαετία του 1930 απόβλεπε στην έξοδο από την οικονομική κρίση και στην αποτροπή παρόμοιων κρίσεων στο μέλλον. Τα μέτρα που πήρε ο Roosevelt είναι παρόμοια με αυτά του Ομπάμα. Κανένας όμως από τους στόχους της πολίτικης του Roosevelt δεν στεφθηκε με επιτυχία. Η Μεγάλη Ύφεση διατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και τερματίστηκε τελικά από το 2ο παγκόσμιο πόλεμο.
Ένα επιπλέον πρόβλημα της παρεμβατικής πολιτικής του κράτους είναι ο περιορισμός τους κέρδους των επιχειρήσεων. Έτσι, δίνεται τεράστιο κίνητρο στους επιχειρηματίες να εναντιωθούν στο κράτος. Για παράδειγμα, μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο πολλές επιχειρήσεις δημιούργησαν λόμπι με σκοπό την ανατροπή του κρατικού παρεμβατισμού. Χρησιμοποίησαν τον χρηματισμό ως μέθοδο αποφυγής της φορολογίας και τα ΜΜΕ για να συκοφαντήσουν και τελικά να ανατρέψουν την κρατική παρέμβαση.
Ο παρεμβατισμός της δεκαετίας του 1930 όχι μόνο έδωσε κίνητρο στους επιχειρηματίες να επιχειρήσουν ανατρέψουν τα μέτρα, αλλά τους έδωσε επίσης και την οικονομική δύναμη για να το επιτύχουν. Έτσι κι έγινε. Στο τέλος της δεκαετίας του 1970 το χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε απορυθμιστεί εντελώς. Όπως και ο Roosvelt, έτσι και ο Ομπάμα προτείνει την εφαρμογή κανονισμών λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν κάνει τίποτα όμως ώστε να εμποδίσει την ανατροπή αυτών των κανονισμών στο μέλλον. Αντίθετα μάλιστα με τις χρηματοδοτήσεις τρισεκατομμυρίων επιτρέπει στους ίδιους ανθρώπους που δημιούργησαν την κρίση να επιχειρήσουν την απορύθμιση όταν τους δοθεί η ευκαιρία στο μέλλον.
Μία λογική λύση στην κρίση πρέπει να παίρνει υπόψη της τα μαθήματα του παρελθόντος. Οι κυβερνητικές χρηματοδοτήσεις της οικονομίας και η ρύθμιση του οικονομικού συστήματος είναι αναγκαίες αλλά όχι ικανές συνθήκες για την αποφυγή παρόμοιων κρίσεων στο μέλλον. Επιπρόσθετα χρειάζεται να εξασφαλιστεί η διατήρηση των κανονισμών. Δεν πρέπει να δίνεται η δυνατότητα ανατροπής των κανονισμών σε αυτούς που εναντιώνονται σε τέτοιες πρακτικές. Οι διοικητές των επιχειρήσεων πρέπει να στερηθούν την ικανότητα ανατροπής των ρυθμίσεων, οι οποίες αποβλέπουν στη χρήση της οικονομίας προς όφελος της κοινωνίας. Προϋπόθεση για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι οι εργαζόμενοι να αποκτήσουν μεγαλύτερη επιρροή στις αποφάσεις των επιχειρήσεων. Έτσι η οποιαδήποτε προσπάθεια απορρύθμισης της οικονομίας από πλευράς των επιχειρήσεων θα μπορεί να αποτρέπεται. Οι εργαζόμενοι θα έχουν την δυνατότητα να συμμετέχουν αναλογικά στα κέρδη των επιχειρήσεων, τα οποία θα χρησιμοποιούνται, όχι για να ανατρέψουν τις ρυθμίσεις, αλλά για να τις διατηρήσουν και να τις βελτιώσουν προς όφελος του κοινού καλού.
Η πρόταση αυτή ουσιαστικά εκδημοκρατίζει την διαχείριση των επιχειρήσεων. Δίνει τη δυνατότητα στην πλειοψηφία των εργαζομένων μιας επιχείρησης να αποφασίζει τι και πως θα παράγεται από την επιχείρηση και πως θα επενδύονται τα κέρδη της. Ένας τέτοιος εκδημοκρατισμός των επιχειρήσεων όχι μόνο μπορεί να είναι απάντηση στην κρίση αλλά μπορεί επίσης να προωθήσει τον εκδημοκρατισμό και σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής. Επιπλέον, η επιθυμία των εργαζομένων για ασφαλή, ενδιαφέρουσα και καλοπληρωμένη εργασία θα πραγματοποιηθεί.
Στο σημερινό καπιταλιστικό σύστημα οι εργοδότες αποτελούνται από τα υψηλόβαθμα στελέχη και από τους βασικούς μετόχους της εταιρίας. Κατέχουν την δύναμη, τα κίνητρα και τους οικονομικούς πόρους όχι μόνο να δημιουργούν κρίσεις αλλά και να αντιστέκονται στις πολιτικές επίλυσης των κρίσεων αυτών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου