Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης
Σε περιόδους γενικευµένης κοινωνικής κρίσης, οι παρεξηγήσεις που δηµιουργούνται στην κοινωνία είναι πολλές και σοβαρές Μια από αυτές είναι και η άγνοια της Ιστορίας, που προκαλεί σε πολλές περιπτώσεις έξαρση φόβου και άγχους. Η επανάληψη ενός γεγονότος δηµιουργεί στον πολίτη ένα παρηγορητικό αίσθηµα, ενώ η εσφαλµένη πρωτοτυπία του, ότι δηλαδή είναι κάτι πρωτόγνωρο, τον γεµίζει µε ανασφάλεια.
Η αλήθεια είναι ότι στον ελληνικό Τύπο, από την αρχή της εκδήλωσης των πρώτων συµπτωµάτων της κρίσης, δεν έλειψαν οι ιστορικές αναφορές, πολλές εκ των οποίων ήταν εύστοχες. Η αλήθεια είναι πως η Ιστορία επαναλαµβάνεται, πράγµα που µας αναγκάζει να το επαναλαµβάνουµε και εµείς σε κάθε ευκαιρία.
Η Ελλάδα ιστορικά δεν ζει κάτι πρωτόγνωρο, όσο κι αν αυτό δεν λέει σηµαντικά πράγµατα στον πολίτη των υπερβολών της µεταπολίτευσης. Η απαξίωση που πολιτικού συστήµατος άλλα και του πολιτικού κόσµου υπήρξε κάτι το σύνηθες στο πολυτάραχο παρελθόν µας. Ωστόσο, στα τέλη του 1897, µιας πολύ δύσκολης χρονιάς για τη χώρα, έχουµε ένα πολιτικό σκηνικό που θυµίζει έντονα τη σηµερινή πραγµατικότητα. Με το τέλος του 1897 λοιπόν, η χώρα αναζητούσε πρωθυπουργό και υπουργό Οικονοµικών για να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά. Το ίδιο σκηνικό µε το σήµερα υπήρχε και στις πολιτικές αντικειµενικές συνθήκες της εποχής: η χώρα µας εγκαλείτο και πιεζόταν από τις ξένες δυνάµεις να αποκτήσει πολιτική σταθερότητα προκειµένου να λάβει το απαραίτητο για την επιβίωσή της δάνειο των 170 εκατοµµυρίων χρυσών λιρών. Το δάνειο αυτό - παρακολουθούµε σιωπηρά τις συγκρίσεις του παρελθόντος µε το παρόν - έπρεπε πριν από όλα να εξασφαλίσει την αποπληρωµή των ίδιων ξένων δυνάµεων για προηγούµενα δάνεια, να αντιµετωπίσει κατόπιν τα προβλήµατα που δηµιουργήθηκαν από την πτώχευση του 1893, να αποπληρώσει την υπέρογκη πολεµική αποζηµίωση προς όφελος της Τουρκίας που οι ίδιες δυνάµεις επιδίκασαν και τέλος να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του Διεθνούς Οικονοµικού Ελέγχου που και τότε επιβλήθηκε στη χώρα µε απαίτηση της Γερµανίας.
Στην Ιστορία επαναλαµβάνονται και τα αισθήµατα αγανάκτησης, απόγνωσης, θυµού, ντροπής που, όπως και σήµερα, έτσι και τότε πληµµύρισαν όλους τους Έλληνες. Αυτή η ντροπιαστική για τη χώρα κατάντια είχε ως αποτέλεσµα να δηµιουργηθούν συµπτώµατα κοινωνικής και πολιτικής διάλυσης. Βουλή, κυβέρνηση και πολιτικοί είχαν εκπέσει στη συνείδηση των πολιτών.
Κυβέρνηση έκτακτης ανάγκης
Η γενικότερη διάλυση ανάγκασε τον βασιλιά Γεώργιο Α’ σε πολιτική παρέµβαση υπέρ δύο προσώπων που δέσποζαν τότε στην πολιτική ζωή. Έτσι, σχηµατίστηκε µια κυβέρνηση εθνικής ανάγκης, η οποία θα προσπαθούσε να επανασυγκροτήσει τη χώρα µετά και την επώδυνη ήττα του ελληνοτουρκικού πολέµου.
Τη θέση του πρωθυπουργού κατέλαβε ο Αλέξανδρος Ζαΐµης, ο οποίος ήταν ανιψιός του Δηλιγιάννη! Στην καυτή θέση του υπουργού Οικονοµικών κάθισε ο τραπεζίτης Στέφανος Στρέιτ, ο οποίος κλήθηκε να διαχειριστεί το οικονοµικό χάος της ηττηµένης χώρας. Το πολιτικό κατεστηµένο της εποχής - όπως και το σηµερινό - παρακολουθούσε νευρικά µέσα από τους πανίσχυρους κοµµατικούς µηχανισµούς τις εξελίξεις. Τι κι αν η χώρα βούλιαζε στη δίνη µιας περιπέτειας; Τα κοµµατικά επιτελεία και οι πανίσχυροι κοµµατάρχες καραδοκούσαν µην και θιγούν τα βιλαέτια τους, τα σκανδαλώδη προνόµιά τους, το νταλαβέρι της εξουσίας.
Ενδιαφέρον έχει το χρονικό της πτώσης της κυβερνήσεως Δηµητρίου Ράλλη τον Σεπτέµβριο του 1897, η οποία δεν άντεξε το βάρος της γενικευµένης λαϊκής κατακραυγής. Ο βασιλιάς, ανήσυχος από την πορεία των εξελίξεων και τις έντονες πιέσεις, µε εµφανή αµηχανία, αποτείνεται στον πρόεδρο της Βουλής Αλέξανδρο Ζαΐµη προκειµένου να του αναθέσει σχηµατισµό κυβέρνησης. Ωστόσο, από την πρώτη τους κιόλας επαφή, ο Γεώργιος ξεκαθαρίζει στον Ζαΐµη ότι η επιλογή του υπουργού Οικονοµικών και Στρατιωτικών θα είναι δική του. Για το Οικονοµικών πρότεινε τον Στέφανο Στρέιτ και για το Στρατιωτικών τον υποστράτηγο Κωνσταντίνο Σµολένσκη. Ο Ζαΐµης δεν έδειξε να ενοχλείται από τις προτάσεις του βασιλιά. Στη συνέχεια, ο Ζαΐµης έπρεπε να εξασφαλίσει και τη συγκατάθεση του θείου του, Θεόδωρου Δηλιγιάννη, ο οποίος είχε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και στου οποίου την κυβέρνηση είχε διατελέσει υπουργός Δικαιοσύνης και Εσωτερικών. Ο Δηλιγιάννης, που είχε δηλώσει για τον ανιψιό του ότι «ο ηµέτερος ανεψιός είναι σαρξ εκ της σαρκός µας και οστούν εκ των οστών µας», δεν έδειξε να δυσαρεστείται από τις εξελίξεις.
Το κομματικό αλισβερίσι
Ενώ όλα έδειχναν ότι πήγαιναν καλά στις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, η οποία καλείτο να διαπραγματευθεί το νέο δάνειο και να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο στο οποίο είχε περιέλθει, το κομματικό δούναι και λαβείν φαίνεται ότι κάπου στράβωσε. Ο Δηλιγιάννης έμεινε με την εντύπωση ότι θα έπαιζε παρασκηνιακό ρόλο στη νέα κυβέρνηση, διορίζοντας αυτός στην ουσία το Υπουργικό Συμβούλιο. Ωστόσο, τα πρόσωπα που θα στελέχωναν τη νέα κυβέρνηση, δεν άρεσαν στους σκληροπυρηνικούς του κόμματος του Δηλιγιάννη και άρχισαν οι παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, οι οποίες κατέληξαν σε διαφωνία μεταξύ θείου και ανιψιού.
Στο μεταξύ, οι πιέσεις των ξένων δυνάμεων – μέσω των πρεσβειών – γίνονταν αφόρητες και το έθνος περνούσε δραματικές στιγμές, πράγμα που σήμαινε ότι δεν υπήρχε η πολυτέλεια του περίσσιου χρόνου προκειμένου να τακτοποιηθούν οι εσωκομματικές ισορροπίες. Για άλλη μια φορά, το κομματικό συμφέρον υπερίσχυσε του εθνικού. Ο σκληρός πυρήνας του δηλιγιαννικού κόμματος ζητούσε τη διαγραφή του Ζαΐμη ενώ οι πολιτικοί αντίπαλοι του Δηλιγιάννη έβλεπαν με ικανοποίηση την κίνηση Ζαΐμη, πιστεύοντας ότι επιτέλους θα επερχόταν ρήξη στις τάξεις των «κορδονικών», όπως αποκαλούσαν το κόμμα του, που είχε για έμβλημα ένα κορδόνι. Στο πλευρό του Ζαΐμη συντάχτηκαν τότε και άλλοι ισχυροί πολιτικοί παράγοντες της εποχής, όπως ο Θεοτόκης και οι επιτελείς του ακέφαλου τρικουπικού κόμματος, καθώς και το σύνολο των
κομματικών τάσεων (Δ. Ράλλης, Χ. Βοζίκης κ.ά.). Μέσω των φιλοδηλιγιαννικών εφημερίδων – της «Πρωίας» και της «Παλιγγενεσίας» – οι «κορδο-νικοί» ξεκαθάριζαν ότι δεν υπήρχε συνεργασία του κόμματος για τη σύνταξη του προγράμματος ή την επιλογή των προσώπων της νέας κυβέρνησης και ότι ο Δηλιγιάννης δεν δεσμευόταν πλέον για τίποτα.
Κυβέρνηση Ζαΐμη
Τα περισσότερα μέλη της νέας κυβέρνησης Ζαΐμη, τα οποία κατέφθαναν στα Ανάκτορα για την ορκωμοσία, ήταν άγνωστα στο ευρύ κοινό. Η κυβέρνηση αυτή σχηματίστηκε κάτω από την αφόρητη πίεση που ασκούσαν οι ξένες δυνάμεις στο παλάτι προκειμένου να δοθεί το απαραίτητο δάνειο. Στο μεταξύ, τόσο ο Τύπος όσο και ο λαός δεν ήταν ενήμεροι των μεγάλων πιέσεων που ασκούσαν οι ξένες δυνάμεις στη χώρα και των προσταγών των τραπεζιτών της Ευρώπης, ούτε και των παρασκηνιακών ενεργειών που γίνονταν εργωδώς προκειμένου να λάβουμε το απαραίτητο – ύστερα από μια σειρά τραγικών λαθών και παραβλέψεων – δάνειο. Ο λαός λανθασμένα θεωρούσε ότι ο Ζαΐμης ήταν ο εγγυητής της γαλήνης που ερχόταν μετά την καταιγίδα, όπως επιτυχημένα έγραψε σχετικά ο Δημήτρης Ψαθάς. Ωστόσο, η θηλιά του δανείου είχε ήδη περαστεί τον αδύναμο λαιμό της χώρας και αυτή η κυβέρνηση δεν θα έκανε τίποτα περισσότερο από το να διαπραγματευθεί τις συνθήκες που είχαν επιβάλει στην Ελλάδα οι Μεγάλες Δυνάμεις και να ολοκληρώσει τις διαδικασίες για τη λήψη του δανείου και την εγκατάσταση του Οικονομικού Ελέγχου στην Ελλάδα. Η χώρα για ένα ολόκληρο εξάμηνο έζησε με την αγωνία του δανείου και του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, προγόνου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Τα δάνειο
Η πρώτη φάση εκείνης της μεγάλης εθνικής, πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής κρίσης θα τελειώσει στις 21 Μαρτίου 1898 με την ψήφιση από τη Βουλή και τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Νόμου για το δάνειο των 170 εκατομμυρίων λιρών και την επικύρωση της σύμβασης που έγινε δύο ημέρες αργότερα.
Προηγουμένως και για να εξασφαλίσουν τα λεφτά τους, οι Μεγάλες Δυνάμεις φρόντισαν να στείλουν απεσταλμένους στη χώρα μας για να καθορίσουν τον τρόπο λειτουργίας και τα όρια του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. Η πλειονότητά τους ήταν δυσμενώς διακείμενη προς την Ελλάδα, με επικεφαλής τους εκπροσώπους της Γερμανίας. Μειοψηφούσε ο Άγγλος αντιπρόσωπος, ο περίφημος φιλέλληνας Εδουάρδος Λω.
Τελικά, ο Έλεγχος εγκαταστάθηκε και παρέμεινε επί μία ολόκληρη 80ετία (1898-1978), ενώ από το δάνειο των 170 εκατομμυρίων χρυσών λιρών, τα 150 εκατομμύρια δόθηκαν αμέσως στους ίδιους. Ταυτόχρονα, αποχωρούσε από την κυβέρνηση - όπως είχε δεσμευθεί να πράξει - ο τραπεζίτης και υπουργός Οικονομικών Στέφανος Στρέιτ. Ανέλαβε τον θώκο μόνο για την υπόθεση του δανεισμού…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου