Ανησυχία προκαλεί η επιβεβαίωση της παρουσίας του ιού του Δυτικού Νείλου, για πρώτη φορά, σε μη αποδημητικά πτηνά στην Κεντρική Μακεδονία, περιοχή στην οποία παρατηρήθηκαν τα περισσότερα κρούσματα της νόσου πέρυσι το καλοκαίρι. Η παρουσία του ιού σε κορακοειδή δημιουργεί νέα δεδομένα, σχετικά με την πιθανή διασπορά του σε νέες περιοχές μέσω μη αποδημητικών πουλιών.
Τα στοιχεία αυτά προκύπτουν από έρευνα του αναπληρωτή καθηγητή Ιολογίας και Ιογενών Νοσημάτων του Τμήματος Κτηνιατρικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Χαράλαμπου Μπιλλίνη, και της ομάδας του, που παρουσιάζεται στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Κτηνιατρικής Παραγωγικών Ζώων, Υγιεινής & Ασφάλειας Τροφίμων Ζωικής Προέλευσης και Προστασίας του Καταναλωτή, το οποίο διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη.
Γενετικό υλικό του ιού του Δυτικού Νείλου εντοπίστηκε σε καρακάξα, η οποία κυνηγήθηκε κοντά στο χωριό Τρίλοφος της Θεσσαλονίκης, το Σεπτέμβριο του 2010, ενώ αντισώματα κατά του ιού βρέθηκαν στο 20% των περίπου 100 κορακοειδών, τα οποία συγκεντρώθηκαν σε περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας, κατά τις κυνηγετικές περιόδους 2009-2020 και 2010-2011, για τις ανάγκες έρευνας, που διεξάγεται στο πλαίσιο του Πανευρωπαϊκού Προγράμματος WildTech. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η εύρεση αντισωμάτων κατά του ιού σε πτηνά, τα οποία συλλέχθηκαν μερικούς μήνες πριν την έξαρση των κρουσμάτων σε ανθρώπους (Φεβρουάριος 2010), γεγονός που επιβεβαιώνει τη έκθεσή τους στον ιό πριν από την έξαρση των κρουσμάτων.
Η Ελλάδα αποτελεί σταθμό πολλών μεταναστευτικών ειδών πτηνών, κατά την πορεία τους προς την Αφρική και αντίστροφα. Στη χώρα μας, και συγκεκριμένα στην Κεντρική Μακεδονία, παρατηρήθηκε έξαρση κρουσμάτων εγκεφαλίτιδας, οφειλόμενης στον ιό του Δυτικού Νείλου. Συνολικά επιβεβαιώθηκαν 261 περιστατικά, εκ των οποίων τα 191 παρουσίασαν νευρολογικά συμπτώματα, ενώ τα 34 ήταν θανατηφόρα. Με δεδομένο ότι μόλις το 1% των κρουσμάτων μόλυνσης από τον ιό του Δυτικού Νείλου συνοδεύεται από νευρολογικά συμπτώματα, ενώ το 20% απλώς παρουσιάζει συμπτώματα κοινής γρίπης, οι επιστήμονες υποθέτουν ότι ο τελικός αριθμός των ανθρώπων που εκτέθηκαν στον ιό ήταν μερικές χιλιάδες, κατά τους μήνες της έξαρσης.
Η μετάδοση του ιού στον άνθρωπο γίνεται με το τσίμπιμα των κουνουπιών. Οι επιστήμονες θεωρούν αδύνατη τη μετάδοση του ιού από άνθρωπο σε άνθρωπο, με ενδιάμεσο τα κουνούπια, καθώς ο άνθρωπος δεν παρουσιάζει τέτοιου βαθμού ιαιμία (ροή του ιού μέσα στο αίμα), ώστε να καταστεί δυνατή η μόλυνση ενός "υγιούς" κουνουπιού κατά τη διάρκεια του τσιμπίματος μολυσμένου ανθρώπου.
Εύλογα λοιπόν τίθενται τα ερωτήματα: Πώς προέκυψε η παρουσία του ιού στη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά και σε ποιο βαθμό υπάρχει πιθανότητα επανεμφάνισης κρουσμάτων και το ερχόμενο καλοκαίρι ή ακόμη και η επέκτασή τους σε άλλες περιοχές της χώρας; Η εξήγηση των επιστημόνων είναι η εξής: Η περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας, στην οποία παρατηρήθηκε η πλειονότητα των κρουσμάτων (νομοί Θεσσαλονίκης, Πέλλας, Ημαθίας, Πιερίας, Κιλκίς), χαρακτηρίζεται από την παρουσία σημαντικών υδροβιότοπων, όπου σταματούν αποδημητικά πουλιά κατά τη μετανάστευσή τους προς την Αφρική. Τα πτηνά θεωρούνται δεξαμενή του ιού στη φύση, παρουσιάζοντας, σε περίπτωση μόλυνσής τους, ιαιμία ικανή να επιτρέψει τη μετάδοσή του σε κουνούπια, άρα και την έναρξη ενός κύκλου μετάδοσης (πτηνά-κουνούπια-πτηνά), ο οποίος μπορεί να συμπεριλάβει και τον άνθρωπο. Σε αυτό τον κύκλο μετάδοσης μπορούν να συμμετάσχουν αποδημητικά αλλά και ενδημικά πτηνά, με τα ενδημικά να δύνανται να συμβάλλουν στη "διατήρηση" του ιού σε μία περιοχή.
Η ερευνητική ομάδα του αναπληρωτή καθηγητή Χαράλαμπου Μπιλλίνη διερευνά τον πιθανό ρόλο των πτηνών, τόσο στην είσοδο, όσο και στη διατήρηση του ιού στη χώρα μας. Τα ευρήματα της έρευνάς τους οδηγούν σε δύο υποθέσεις: Σύμφωνα με την πρώτη, παρατηρείται κατά τα τελευταία χρόνια μία περιοδική διασπορά του ιού από την Αφρική σε διάφορες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, όπως έγινε και στην Ελλάδα το προηγούμενο καλοκαίρι, με μια παροδική και μη επαναλαμβανόμενη έξαρση κρουσμάτων. Μια πιο ανησυχητική, δεύτερη, υπόθεση θέλει τον ιό να παραμένει στην περιοχή "σιωπηλός". Να διατηρείται, δηλαδή, σε ένα κύκλο μετάδοσης μεταξύ πτηνών και κουνουπιών, έως ότου κατάλληλες συνθήκες επιτρέψουν την έξαρση κρουσμάτων σε ανθρώπους. Ωστόσο, για να επιβεβαιωθούν αυτές οι δύο υποθέσεις, απαιτείται η συνέχιση της έρευνας σε δείγματα ενδημικών πουλιών εκτός της περιόδου έξαρσης, ώστε να διαπιστωθεί η δυνατότητα διατήρησης του ιού στους πληθυσμούς τους, που εκτέθηκαν σε αυτόν.ENET
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου