Σε προηγούμενα φύλλα, το «Π» είχε παρουσιάσει τμήματα μιας πολυσέλιδης απόρρητης έκθεσης της αστυνομίας, στην οποία υπό την οπτική γωνία του δεδομένου για το αξίωμα των συντακτών της συντηρητισμού επιχειρήθηκε να γίνει μια καταγραφή - εκτίμηση του θέματος της οικονομικής μετανάστευσης σε συνάρτηση με τις όποιες επιπτώσεις - επιρροές προκαλεί στο κοινωνικό στάτους και σε κρίσιμους δείκτες της μακροοικονομίας.
Είδαμε ότι η πρόβλεψη είναι το 2015 ο αριθμός των νόμιμων και
παράνομων μεταναστών να εξακοντιστεί γύρω στα 2.150.000 άτομα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ, ο πληθυσμός της Ελλάδας το ίδιο έτος αναμένεται να διαμορφωθεί σε περίπου 14 εκατομμύρια, εκ των οποίων ποσοστό άνω του 20% θα είναι αλλοδαποί.
Ο ΟΗΕ ωστόσο υπολόγισε επακριβώς και πόσοι μετανάστες θα χρειάζονταν στις ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου η μετανάστευση να διατηρήσει σταθερή τη σχέση εργαζομένων / συνταξιούχων σε διάφορες χώρες έως το 2050.
Η Γερμανία, με αναλογία κατά κεφαλήν εισοδήματος και γεννητικότητας (Total Fertility Rate , TFR) ίδια με την ελληνική, θα χρειαζόταν 188 εκατομμύρια μετανάστες (με πληθυσμό 80-85 εκατομμυρίων), η Ιταλία 120 εκατομμύρια μετανάστες (με πληθυσμό 60 εκατομμυρίων) και κατ’ αντιστοιχία η Ελλάδα θα χρειαζόταν τουλάχιστον… 20 εκατομμύρια μετανάστες, για να κρατήσει σταθερή τη σχέση ενεργού πληθυσμού - συνταξιούχων.
Στη βάση των παραπάνω συμπερασμάτων, τα μέλη της συντακτικής ομάδας που εκπόνησαν τη μελέτη, επιχείρησαν να προβλέψουν τις επιρροές - επιπτώσεις του ζητήματος της μετανάστευσης, όχι για το μακρινό 2050, αλλά μέχρι το εγγύς 2014, μεταξύ άλλων πάνω σε συγκεκριμένους δείκτες της μακροοικονομίας, όπως το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν και η Ανεργία. Το εντυπωσιακό στοιχείο που προκύπτει για τέτοιου είδους και επαγγελματικής προέλευσης αναλυτές είναι πως στους σχετικούς τομείς καταδεικνύεται η αδήριτη αναγκαιότητα της παρουσίας των προσφύγων.
Κεντρικοί και σημαντικότεροι μακροοικονομικοί δείκτες, όπως σημειώνεται διευκρινιστικά, στην εξέταση του φαινομένου της παράνομης μετανάστευσης στην Ελλάδα κρίνονται το
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) και η Ανεργία.
Mετανάστες και ΑΕΠ
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ή ΑΕΠ (Gross Domestis Product – GDP) είναι το σύνολο όλων των προϊόντων και αγαθών που παράγει μια οικονομία, εκφρασμένο σε χρηματικές μονάδες. Με άλλα λόγια, είναι η συνολική αξία όλων των τελικών αγαθών (υλικών και άυλων) που παρήχθησαν εντός μιας χώρας σε διάστημα ενός έτους, ακόμα και αν μέρος αυτού παρήχθη από παραγωγικές μονάδες που ανήκουν σε κατοίκους του εξωτερικού.
Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν εκφράζεται μαθηματικά ως εξής:
GDP = C + I + G + NX, όπου: (C) κατανάλωση, (Ι) επένδυση, (G) δημόσιες δαπάνες για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών και (ΝΧ) καθαρές εξαγωγές.
Κατανάλωση (Consumption) είναι η δαπάνη που πραγματοποιούν τα νοικοκυριά για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών. Επένδυση (Investment) είναι η δαπάνη για την αγορά κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, αποθεμάτων και κτιρίων. Δημόσιες δαπάνες (Government purchases) είναι οι δαπάνες για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών τις οποίες πραγματοποιούν η τοπική αυτοδιοίκηση και η κυβέρνηση, π.χ. αγορά οχημάτων για την Ελληνική Αστυνομία. Καθαρές εξαγωγές (Net eXports) είναι η διαφορά της δαπάνης για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται στην εγχώρια οικονομία και αγοράζονται από αλλοδαπούς (εξαγωγές) από τη δαπάνη για την αγορά ξένων αγαθών και υπηρεσιών που πωλούνται στην εγχώρια οικονομία (εισαγωγές).
Σύμφωνα με τη συνάρτηση αυτή, κάθε επιπλέον μετανάστης συμβάλλει κατά 49.000 ευρώ τον χρόνο στο ΑΕΠ της χώρας. Το ποσό δεν κρίνεται υπερβολικό καθώς πρέπει να συνυπολογιστεί το γεγονός πως οι μετανάστες εργάζονται σε μεγάλο ποσοστό σε δραστηριότητες όπως οι κατασκευές και η μεταποίηση, οι οποίες έχουν μεγάλη προστιθέμενη αξία.
Με άλλα λόγια, παράγει αξία, σε αντίθεση με μεγάλο μέρος των ημεδαπών που απασχολούνται σε μη άμεσα παραγωγικές δραστηριότητες. Σε δεύτερο βαθμό εξηγείται και από τον πολλαπλασιαστή, δηλαδή με την κίνηση της αγοράς από το εισόδημά του.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ο υπολογισμός του ΑΕΠ σύμφωνα με τις προβλέψεις για την εξέλιξη της μετανάστευσης.
Μετανάστες και ανεργία
Ανεργία είναι η κατάσταση ενός ατόμου, που, ενώ είναι ικανό, πρόθυμο και διαθέσιμο να απασχοληθεί, δεν δύναται να βρει εργασία. Η ανεργία έχει τρεις βασικές οικονομικές συνέπειες:
α. Προκαλεί απώλεια παραγωγικών δυνάμεων, δηλαδή της εργασίας των ανέργων, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην παραγωγική διαδικασία.
β. Σημαίνει απώλεια εισοδήματος για τον άνεργο και την οικογένειά του.
γ. Επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, λόγω της παροχής των επιδομάτων ανεργίας προς τους ανέργους.
Φυσικά οι συνέπειες της ανεργίας είναι ευρύτερες, γιατί η κατάσταση της ανεργίας μπορεί να είναι εξαιρετικά επώδυνη για τον άνεργο και την οικογένειά του αφού, εκτός από την απώλεια εισοδήματος, μειώνει την κοινωνική θέση, δημιουργεί προβλήματα αυτοσεβασμού, οικογενειακών τριβών κ.ά.
Με άλλα λόγια, πέρα από τις οικονομικές συνέπειες, η ανεργία δημιουργεί σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Κάθε επιπλέον παράνομος μετανάστης συμβάλλει στη μείωση κατά 0,081 άτομο της ανεργίας ή, με άλλα λόγια, περίπου 12 επιπλέον μετανάστες μειώνουν την ανεργία κατά ένα άτομο.
Αυτό το συμπέρασμα αντίκειται στις καθημερινές διαπιστώσεις των πολιτών, αλλά αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός πως τα επίσημα στοιχεία δείχνουν τη μείωση των ανέργων κατά 25% την περίοδο 2004-2008, καθώς μέχρι το 2008 υπήρχε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, η οποία απορροφούσε το μεγαλύτερο μέρος των μεταναστών και δημιουργούσε ταυτόχρονα θέσεις εργασίας για τους ημεδαπούς σε σχετικές με τις κατασκευές υπηρεσίες.
Ίσως να πρέπει να ερευνηθεί η πιθανότητα πως σημαντικό μέρος των ανέργων δεν εγγράφεται στον ΟΑΕΔ, ανεξάρτητα εάν είναι ημεδαποί ή αλλοδαποί. Μια άλλη εξήγηση μπορεί να είναι πως η ανεργία των μεταναστών δεν σχετίζεται με την ανεργία των Ελλήνων, καθώς οι εργασίες στις οποίες απασχολούνται είναι γενικά διαφορετικές. Ας σημειωθεί πως το ρ είναι κοντά στο μηδέν, δηλαδή τα δύο αυτά μεγέθη (ανεργία και πληθυσμός μεταναστών) δεν σχετίζονται άμεσα.
Η παλινδρόμηση ανάμεσα σε μη νόμιμους μετανάστες και ανεργία δίνει πρακτικά το ίδιο αποτέλεσμα. Τα στοιχεία δεν είναι σαφή και δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα, καθώς υπάρχουν πολλοί παράγοντες οι οποίοι δεν μπορούν να εξηγηθούν από το μοντέλο.
Αγορά εργασίας
Η κατάσταση στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα έχει επηρεαστεί δραματικά από τη ραγδαία είσοδο των μεταναστών σε αυτή. Η χώρα μας παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με τις άλλες χώρες της Νοτίου Ευρώπης, αλλά και πολλές ιδιαιτερότητες. Αυτό που διακρίνει τη χώρα μας από όλες τις άλλες είναι ότι ενώ σε Ευρώπη και Αμερική οι μετανάστες τείνουν να συγκεντρώνονται σε συγκεκριμένους τομείς, εδώ οι μετανάστες απασχολούνται σε όλους σχεδόν τους οικονομικούς τομείς. Επιπλέον, μεγάλο ποσοστό απασχολείται στην άτυπη αγορά εργασίας και την παραοικονομία.
Η άτυπη αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από την ένταση εργασίας και τον αντίστοιχα χαμηλό βαθμό διείσδυσης τεχνολογικού εξοπλισμού. Επίσης, κυριαρχείται από άσχημες συνθήκες εργασίας, οι ασχολίες είναι βαριές και παρουσιάζουν μεγαλύτερη επικινδυνότητα εργατικών ατυχημάτων. Συνεπακόλουθο της παράνομης μορφής της εργασίας είναι βέβαια η ευρύτατη διάδοση των ευέλικτων εργασιακών σχέσεων σε αυτούς τους τομείς, η χαμηλή αμοιβή, η απουσία επαγγελματικής ανέλιξης, η παρουσία της επισφάλειας.
Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι «η πλέον σημαντική εξέλιξη στην ελληνική αγορά εργασίας κατά τη δεκαετία του 1990 (και τη δεκαετία του 2000, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια) είναι αναμφίβολα η νόμιμη και παράνομη, κατά το μεγάλο μέρος, μετανάστευση εργατικού δυναμικού προς τη χώρα μας από τις γειτονικές χώρες (κυρίως Αλβανία), αλλά και από πολλές άλλες χώρες του κόσμου».
Με δεδομένο ότι πολλοί αλλοδαποί διαφεύγουν των απογραφών και των ερευνών λόγω του φόβου της σύλληψης, διάφοροι μελετητές υπολογίζουν ότι οι νόμιμοι μετανάστες αποτελούν το 12% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Αν συνυπολογιστούν και οι μη νόμιμοι μετανάστες, τα ποσοστά των μεταναστών στο σύνολο του πληθυσμού, αλλά και στην αγορά εργασίας, είναι πολύ μεγαλύτερα. Τα προηγούμενα στοιχεία καταδεικνύουν ότι το σύνολο των οικονομικών τομέων της χώρας - πλην του δημόσιου τομέα - εξαρτάται πλέον απόλυτα από τη μεταναστευτική εργασία.
Ένα επιπλέον στοιχείο του πληθυσμού των αλλοδαπών είναι ο δυναμικός του χαρακτήρας, που απεικονίζεται στην ποσοστιαία σύνθεσή του.
Συγκεκριμένα, ο παραγωγικός πληθυσμός των αλλοδαπών πλησιάζει το 80% του πληθυσμού τους, ενώ για τους Έλληνες το αντίστοιχο ποσοστό είναι 66,2%. Πάνω από το ήμισυ του πληθυσμού των αλλοδαπών ανήκει στην ηλικιακή κατηγορία 15 έως 39 ετών (52%), ενώ ο νεανικός πληθυσμός, 0-14 ετών, αντιστοιχεί στο 19,25% του συνολικού πληθυσμού τους.
Η συμμετοχή τους στον πληθυσμό της χώρας βαίνει συνεχώς αυξανόμενη και παρόμοιες τάσεις, αλλά πιο έντονες, παρουσιάζει η συμμετοχή τους στο εργατικό δυναμικό. Έτσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, η οποία - σημειωτέον - παρουσιάζει πολύ χαμηλότερα ποσοστά στα εν λόγω μεγέθη από όλες τις άλλες έρευνες, όταν το 1993 ήταν περίπου γύρω στο 1,5%, έφθασαν πάνω από 6% το 2006.
Ακόμα πιο εκρηκτική είναι η αύξηση της συμμετοχής τους στις ηλικίες 15-19, 20-24 και 35-39. Στην πρώτη περίπτωση (15-19), που είναι και η πιο ακραία, από περίπου 2% το 1993, έφθασαν το 2006 κοντά στο 12%. Πάντως, ένα δεύτερο γενικό συμπέρασμα είναι ότι «οι διαφορετικές αλλαγές στις ηλικιακές ομάδες, που συντελέστηκαν σε Έλληνες και αλλοδαπούς, έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των Ελλήνων και την αύξηση των αλλοδαπών αντίστοιχα στον παραγωγικό πληθυσμό».
Από τα παραπάνω μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι «κατ’ εξοχήν φαινόμενο απασχόλησης, η μετανάστευση προς την Ελλάδα διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό την εργασιακή πραγματικότητα της χώρας, δημιουργώντας νέα δεδομένα σε όλους σχεδόν τους κλάδους της οικονομίας». Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης τα στοιχεία για το ποιες θέσεις εργασίας καταλαμβάνουν οι μετανάστες. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η συντριπτική πλειονότητα των μεταναστών είναι μισθωτοί (πάνω από 80%, κάποιοι αναφέρουν ότι ξεπερνά το 90%).
Αναφέρεται ότι «το μεγαλύτερο μέρος του ενεργού πληθυσμού των μεταναστών εργάζονται ως ανειδίκευτοι εργάτες (37,7%). Ωστόσο, μετά την πάροδο ετών, φαίνεται ότι οι μετανάστες καταλαμβάνουν όλο και πιο ειδικευμένες θέσεις εργασίας, αφού μεγάλο ποσοστό τους εργάζονται ως ειδικευμένοι τεχνίτες (35,4%)».
Σημαντικό ποσοστό απασχολείται στο εμπόριο και στο παραεμπόριο. Σημαντικές επαγγελματικές ομάδες μεταναστών είναι επίσης οι εργαζόμενοι στην παροχή υπηρεσιών και οι πωλητές σε καταστήματα και λαϊκές αγορές. Τα παραπάνω στοιχεία είναι μεγάλης σημασίας, ιδιαίτερα τώρα που έχει εκδηλωθεί η οικονομική κρίση στη χώρα μας. ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου