Τον τελευταίο χρόνο η άγρια φορολόγηση και η περικοπή του εισοδήματος των Ελλήνων έχει ήδη επιφέρει ένα κομμάτι της υποτίμησης με τη μορφή του περιορισμού της κατανάλωσης. Υπό την έννοια αυτή, και βάσει των αρχικών εγχειριδίων της καπιταλιστικής οικονομίας, ο περιορισμός της ζήτησης θα έπρεπε να φέρει και γενική πτώση των τιμών.
Στην Ελλάδα, όμως, του 2011, ενώ τα εισοδήματα περιορίζονται, οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών δεν πέφτουν. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ας κάνουμε μερικές σκέψεις, κι αν γίνεται, ας βρεθεί ένας οικονομολόγος να μας εξηγήσει τι συμβαίνει.
Η αλήθεια είναι ότι ο οικονομολόγος έχει μιλήσει εδώ και καιρό, αλλά κανένα ελληνικό μέσο δεν του έδωσε το βήμα που θα έπρεπε, έστω κι αν ανήκει στον στενό κύκλο του ΔΝΤ. Πράγματι, τον περασμένο Απρίλιο ο Σάιμον Τζόνσον του Peterson Institute, πρώην επικεφαλής των οικονομολόγων του ΔΝΤ, προειδοποίησε ότι η μη εμπλοκή του Ταμείου στη συναλλαγματική πολιτική της Ελλάδας, δηλαδή η αδυναμία υποτίμησης του ευρώ, δεν θα αποβεί προς όφελος της χώρας και της οικονομίας.
Λίγες μέρες αργότερα ο τότε γενικός διευθυντής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Ντομινίκ Στρος - Καν ζητούσε το Ταμείο του να μπορεί να παρέμβει στη συναλλαγματική ισοτιμία της Ελλάδας, ώστε ο «αποπληθωρισμός», τον οποίο μετ’ επιτάσεως ζητούσε, να γίνει κατά τι ομαλότερα. Τι εννοούσαν οι οικονομολόγοι;
1 Ότι, αν ο «αποπληθωρισμός» επιχειρηθεί μέσω της συνολικής (δηλαδή νομισματικής) υποτίμησης, τότε η πτώση της αξίας των μισθών θα γίνει ταυτόχρονα με την πτώση όλων των πραγματικών τιμών. Άρα η ανταγωνιστικότητα θα επιτευχθεί ταχύτερα και πιο ομοιόμορφα, άρα η κοινωνία θα «πονέσει» λιγότερο.
2 Αν, αντιθέτως, ο «αποπληθωρισμός» επιχειρηθεί μόνο με την ονομαστική μείωση των μισθών, τότε θα συντελεστεί πολύ πιο βίαια για την κοινωνία και χωρίς να είναι εξασφαλισμένο το πότε η συνολική πτώση των τιμών θα ακολουθήσει τη μισθολογική μείωση.
Ο πρώτος λογαριασμός
Τώρα λοιπόν έρχεται ταχύτατα όχι μόνο η ώρα του πρώτου μεγάλου λογαριασμού, αλλά και, στο εσωτερικό μέτωπο, η διάψευση όσων ηλιθίων επέχαιραν για τη μείωση των μισθών των δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων συγκατανεύοντας ή υπερτονίζοντας την επίσημη προπαγάνδα ότι αυτοί φταίνε για τη χρεοκοπία και την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της χώρας.
Σχεδόν ταυτόχρονα αξιωματούχοι της Ε.Ε., αλλά και ο ίδιος ο Στρος - Καν, είπαν ότι ήρθε η ώρα της μείωσης των μισθών και στον ιδιωτικό τομέα στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας». Είναι βέβαιο ότι αυτό ακριβώς θα περιλαμβάνει το αμέσως επόμενο πακέτο μέτρων της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία όχι μόνο εκτελεί κατά γράμμα αυτού του είδους τις εντολές, αλλά σπεύδει και να τις προλάβει.
Το κακό είναι ότι μέσα στην κρίση η Ελλάδα συνεχίζει να έχει μερικά από τα ακριβότερα αγαθά σε όλη την Ευρώπη, ενώ οι υπηρεσίες της κοστίζουν ακριβότερα. Και δυστυχώς η μείωση του εισοδήματος των Ελλήνων δεν θα συμπαρασύρει τις τιμές, αφενός γιατί αυτό είναι ένα μέρος του σχεδίου και αφετέρου γιατί, σε απλά οικονομικά, αυτό δεν μπορεί να συμβεί...
Κατ’ αρχήν δεν πέφτουν για τους ίδιους λόγους όλα τα εισοδήματα. Η μισθωτή εργασία έχει δει μείωση στην αμοιβή της. Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και μικρο-επιχειρηματίες έχουν κρατήσει τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών τους στα προ κρίσης επίπεδα. Τα μαύρα εισοδήματα έχουν μείνει στο ίδιο επίπεδο.
Στην περίπτωση των ελεύθερων επαγγελματιών και των επιχειρήσεων η πτώση του εισοδήματος έχει έρθει από τον περιορισμό στην κατανάλωση, δηλαδή πιο λίγους πελάτες και πιο μικρή κατανάλωση από κάθε πελάτη, όχι από μείωση του ύψους της αμοιβής ή της τιμής του προϊόντος και της υπηρεσίας.
Επομένως, σε όλα τα είδη οι τιμές έχουν μείνει στα προ κρίσης επίπεδα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η φορολογία έχει οδηγήσει σε ανατιμήσεις, χωρίς περιθώριο να υποχωρήσει σύντομα.
Σε πρώτη εξήγηση, στον κύκλο δημιουργίας κάθε υπηρεσίας και προϊόντος μέχρι τη στιγμή που φθάνει στον πελάτη, όλες οι τιμές έχουν μείνει σταθερές (ή έχουν ανέβει), με εξαίρεση τον μισθό των εργαζομένων. Δεν έχει πέσει καμία τιμή πρώτης ύλης. Δεν έχει πέσει η τιμή των μεταφορικών. Δεν έχει πέσει η τιμή προϊόντων που χρησιμοποιούνται σε άλλες υπηρεσίες.
Επίσης κανείς δεν έχει περιορίσει το ποσοστό κέρδους του (έχει αυξηθεί η φορολογική επιβάρυνση, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις όχι τόσο ώστε να δικαιολογείται η μη μείωση κατά λίγο, έστω, του ποσοστού κέρδους).
Έτσι, ένα μέσο εμπορικό κατάστημα θα συνεχίσει να πουλάει στις τιμές που το συμφέρουν. Αλλιώς θα κλείσει... προκειμένου ο ιδιοκτήτης να μην επιβαρύνεται με ενοίκια και λογαριασμούς, και αφού προηγουμένως πουλήσει το εμπόρευμα σε τιμές κόστους, δηλαδή δύο με τρεις φορές επάνω από το κόστος αγοράς...
Ανεξάρτητα από την εμπορική πολιτική των καταστημάτων, οι τιμές στην αγορά δεν πρόκειται να πέσουν για τους εξής λόγους:
Η πλειονότητα των προϊόντων στα σούπερ μάρκετ είναι εισαγόμενα, και τα εισαγόμενα δεν έχουν φθηνύνει. Αντίθετα, όσο συνεχίζεται η υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας θα ακριβαίνουν.
Και στην περίπτωση των καταστημάτων στόχος είναι να μεγιστοποιήσουν τα δικά τους κέρδη, και όχι να λειτουργούν ως αρωγοί της κοινωνίας...
Τα ελληνικά προϊόντα δεν έχουν φθηνύνει, κυρίως λόγω της αύξησης του ΦΠΑ και των υπόλοιπων φόρων. Περαιτέρω επιβάρυνση έρχεται από τα μεταφορικά, που έχουν ανέβει λόγω της ανόδου στις τιμές των καυσίμων, ενώ και οι κατά τόπους παραγωγοί, βλέποντας το εισόδημά τους να μειώνεται, ανεβάζουν τιμές, όπου μπορούν, παρακολουθώντας τις τιμές του εξωτερικού.
«Γιατί να πέσει η κεφαλογραβιέρα όταν το βίτσερις κρατιέται;» λέει ο παραγωγός της γραβιέρας στην Ήπειρο και δεν έχει άδικο... Έτσι, ενώ οι τιμές στα ράφια είναι σταθερές (ή αυξάνονται λόγω υπέρμετρων φόρων) ο κόσμος μπορεί να αγοράσει λιγότερα, καθώς το εισόδημά του έχει μειωθεί δραστικά τόσο σε άμεσο επίπεδο (ψαλίδισμα αποδοχών) όσο και σε έμμεσο (έξτρα φορολογίες).
Και το χειρότερο είναι ότι με την τιμή της ενέργειας (καύσιμα και ηλεκτρισμός) να παραμένει στα ύψη και να αυξάνεται περαιτέρω δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να φθηνύνουν τα ελληνικά προϊόντα.
Αντίθετα ο λογαριασμός της ενέργειας, όπως συμβαίνει σε όλες τις φτωχές χώρες, θα αρχίσει να γίνεται η κυρίαρχη παράμετρος του οικογενειακού προϋπολογισμού, ξεπερνώντας σε μερικές περιπτώσεις ακόμη και τη δαπάνη για τη στέγαση...
Και η στέγη, όμως, παραμένει υψηλή σε αξία. Σε μια χώρα με βαθιά ύφεση από το 2009, οπότε εκδηλώθηκε η κρίση, οι τιμές των ακινήτων θα έπρεπε στην τριετία να είχαν υποχωρήσει περίπου 30% - 40%. Αντ’ αυτού έχουν πέσει μόλις 5-6% φέτος και κάπου 15% στο βάθος της τριετίας. Στο μεγάλο αυτό ερώτημα οι απαντήσεις είναι η αντιπαροχή, τα λιγοστά δάνεια που χρωστούν οι κατασκευαστές στις τράπεζες, το μαύρο χρήμα που κυκλοφορεί ακόμη στην οικοδομή (χάρη και στις αντικειμενικές αξίες), καθώς και η διασπορά του αδιάθετου στοκ των 150.000 ακινήτων σε πολλές χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου.
Η ελληνική αγορά
Σε αυτά πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι η ελληνική οικογένεια συνεχίζει να στηρίζει όσους έχουν πρόβλημα να αποπληρώσουν το δάνειό τους (γι’ αυτό και οι πλειστηριασμοί είναι ακόμη λίγοι) και ότι η ελληνική αγορά δεν λειτουργεί σαν χρηματιστήριο, όπως σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (δηλαδή αγοράζουμε σπίτι με ορίζοντα μιας ζωής, άρα τα ακίνητα δεν αλλάζουν εύκολα χέρια). Ειδικότερα:
1 Η αντιπαροχή: Τόσα χρόνια οι Έλληνες εργολάβοι κτίζουν με αντιπαροχή (εγχώρια πρωτοτυπία που δεν υπάρχει σε άλλες χώρες) και, άρα, δεν αγοράζουν – τουλάχιστον με ρευστό – το οικόπεδο. Από το κτίσιμο τους μένουν τα μισά διαμερίσματα, τα οποία δεν υποχρεώνονται να τα «σκοτώσουν», αφού μπορούν να τα νοικιάσουν και να έχουν και πάλι έσοδα. Μπορεί να μην έχουν τα τρελά κέρδη του παρελθόντος, ωστόσο αποκομίζουν ένα κάποιο εισόδημα, συνεπώς δεν ζορίζονται όσο άλλοι.
2 Δεν έχουν δάνεια: Σαν αποτέλεσμα της αντιπαροχής, δεν εκτέθηκαν ποτέ σε μεγάλο δανεισμό, όπως συνέβη σε άλλες χώρες (π.χ. στην Ιρλανδία, όπου η αγορά ακινήτων βούλιαξε και κατασκευαστικοί κολοσσοί κατέρρευσαν). Αφού δεν χρωστούν μαζικά, δεν χρειάζεται να κάνουν μεγάλες υποχωρήσεις στις τιμές. Έτσι εξηγείται πώς κάποιος, παρ’ ότι έχει από το 2005 απούλητα 5-10 διαμερίσματα, δίνει έκπτωση μόνο 10%-15%.
3 Διασπορά: Ο κλάδος των κατασκευαστών δεν έχει τα χαρακτηριστικά άλλων χωρών, όπου 5-10 μεγάλοι όμιλοι ελέγχουν την αγορά. Εδώ έχουμε 10.000-15.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις που λειτουργούν με δικά τους κεφάλαια, υπάρχει δηλαδή πολύ μεγάλη διασπορά του αδιάθετου στοκ των 150.000 (όπως εκτιμάται) απούλητων διαμερισμάτων και σπιτιών. Διαιρώντας το στοκ διά των επιχειρήσεων, προκύπτει ένας μέσος όρος 10-15 ακινήτων ανά επιχείρηση. Συνεπώς, ο κίνδυνος μοιράζεται.
4 Αντικειμενικές τιμές - μαύρο χρήμα: Εξαιτίας των αντικειμενικών τιμών και της μεγάλης τους ψαλίδας με τις πραγματικές, υπάρχει ακόμη πολύ μαύρο χρήμα στην οικοδομή. Όταν ένα διαμέρισμα κοστίζει 300.000 ευρώ, αλλά στο συμβόλαιο εμφανίζονται μόνο τα 150.000 ευρώ, τα μισά είναι αφορολόγητα. Το μαύρο χρήμα στην οικοδομή είναι και ένας βασικός λόγος που, αντίθετα με ό,τι συνέβη αλλού, δεν εισήλθαν ποτέ μεγάλοι κατασκευαστικοί όμιλοι με μορφή Α.Ε., οι οποίες δεν μπορούν να εμφανίζουν πλασματικές τιμές στα συμβόλαιά τους και, άρα, δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
5 Το πάθος του Έλληνα για το σπίτι: Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου η αγορά ακινήτων κινείται γρήγορα με ρυθμούς σχεδόν χρηματιστηριακούς, στην Ελλάδα είναι στην κυριολεξία ακίνητη. Το σπίτι μας, χάρη στη φιλοσοφία που έχουμε, το αγοράζουμε με ορίζοντα ζωής, δηλαδή για 25ετία και άνω. Σπανίως ο Έλληνας αγοράζει ακίνητο για 5 ή 10 χρόνια, όπως πολλοί Ευρωπαίοι. Αυτό σημαίνει πως ό,τι κι αν συμβεί στην οικονομία, αν κανείς δεν αγοράζει ή δεν πουλάει, οι τιμές παραμένουν περίπου στάσιμες.
6 Η αθάνατη ελληνική οικογένεια: Ποιος γονιός θα αφήσει το παιδί του να χάσει το σπίτι του από την τράπεζα; Στην Ελλάδα, όταν οι συγγενείς έχουν οικονομικά προβλήματα, όσοι μπορούν βοηθούν προκειμένου να αποφευχθεί το μοιραίο. Κι έτσι οι τιμές παραμένουν και πάλι ψηλά.ΠΟΝΤΙΚΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου